- πατητήριον
- πατ-ητήριον, τό,A place where grapes are trodden, CIG2694a10 ([place name] Mylasa), Androtion or Philippus ἐν τῷ Γεωργικῷ ap.Harp. s.v. σταφυλοβολεῖον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατητήριον — place where grapes are trodden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατητήρι — το / πατητήριον, ΝΑ ο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατῶ + επίθημα ήριον (πρβλ. ορμη τήριον] … Dictionary of Greek